- ενδυμενία
- ἐνδυμενία, η (Α)βλ. ενδομενία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδομενία — ἐνδομενία και ἐνδομενεία και ἐνδυμενία, η (Α) τα πράγματα τού σπιτιού, το νοικοκυριό («τὴν μὲν ἐνδομενίαν... ἐκ τῶν οικιῶν... διήρπασαν», Πολ.) … Dictionary of Greek